- ὄρθωσε
- ὀρθόωset straightaor ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ντίσνεϊ, Γουόλτ — (Walt Disney, Σικάγο 1901 – Μπέρμπανκ 1966). Αμερικανός δημιουργός κινούμενων σχεδίων και κινηματογραφικός παραγωγός. Αφού άσκησε πρώτα διάφορα επαγγέλματα, παρακολούθησε μαθήματα στην Ακαδημία Τέχνης του Σικάγου και από το 1919 έως το 1922… … Dictionary of Greek
ορθώνω — όρθωσα, ορθώθηκα, ορθωμένος 1. κάνω κάτι να μείνει ή να σταθεί όρθιο, αλλ. σηκώνω, στήνω: Οι επαναστάτες όρθωσαν οδοφράγματα. 2. μτφ., αντιστέκομαι, επαναστατώ: Όρθωσε το ανάστημά του στις απειλές. 3. μέσ., ορθώνομαι στέκομαι όρθιος, σηκώνομαι,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)